πλεξιά
Смотреть что такое "πλεξιά" в других словарях:
πλεξιά — (I) η, Ν η ενέργεια τού πλέκω, πλέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξη + κατάλ. ιά]. (II) η, Ν κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέγω (Ι) «επιπλέω, κολυμπώ» + κατάλ. ιά (βλ. λ. πλέγω [Ι])] … Dictionary of Greek
ονειροπλεξία — ὀνειροπλεξία, ἡ (Μ) πλοκή ονείρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρον + πλεξία (< πλεκτος < πλέκω)] … Dictionary of Greek
ορθοπλεξιά — η το ορθό κολύμπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πλεξιά «πλεύση»] … Dictionary of Greek
πλέξιμο — (I) το, Ν 1. η ενέργεια τού πλέκω, η πλέξη 2. (ειδικότερα) (υφαντ.) η παραγωγή ενός υφάσματος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένα συνεχές νήμα ή σύνολο νημάτων που σχηματίζει σειρά από θηλειές, συνδεδεμένες μεταξύ τους 3. φρ. «πλέξιμο δικτυωτού»,… … Dictionary of Greek